πληθυσμογράφημα

πληθυσμογράφημα
το, Ν διάγραμμα τών μεταβολών όγκου ή παλμικών κινήσεων που δίνει ο πληθυσμογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθυσμογράφος μέσω ενός αμάρτυρου *πληθυσμογραφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”